-
1 ὑπερκύπτω
A pop one's head up, bob up, peep over, Hom.Epigr.14.22, J.AJ12.7.4;ἐπὶ δένδρεόν τι ἀμβὰς ὑπερέκυπτε εἰς τὸ ἄβατον IG 42(1).121.91
(Epid., iv B. C.);ὑπερκύψας.. κατεῖδον Pl.Euthd. 271a
; (the cake)ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ Nicostr.Com.15
;τοῦ στομίον Luc. Luct.16
; ἀνανήξασθαι καὶ ὑπερκῦψαι (sc. κλύδωνος) Ph.1.210, cf. 2.85; of water-plants,τοῦ ὕδατος Dsc.4.100
, cf. 113; of a muscle, emerge, come to the surface, Gal.UP11.3,5; ὑπερκύπτει τις [τῶν φρενῶν] μοῖρα πρὸς ὑποχόνδριον οἷν χάραξ ib.7.21: c. acc., τὴν κυρτότητα τῆς θαλάττης look over the top of, Theo Sm.p.123 H.2 command a view of,σκοπιάν, ἢ ὑπερκύπτει τὸν οὐρανόν Them.Or.23.293b
.II put one's head over, c. acc.,ταῦρον.. μέγαν, ὃς ὑπερκύψας τὸ Ταΰγετον ἀπὸ τοῦ Εὐρώτα πίεται Plu.Lyc.15
; ὅταν ὑπερκύψη (sc. ἡ φλὲψ) τὸν ἀμνειόν when it passes the inner membrane, Gal.5.555: metaph., overtop, transcend,πολλῶν ὄλβον AP6.250
(Antiphil.);θεὸς ὑ. τὰς δυνάμεις ἑαυτοῦ Ph.1.173
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερκύπτω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский